- κουβαρίστρα
- bobine
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κουβαρίστρα — κουβαρίστρα, η ξύλινος ή χάρτινος κύλινδρος γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο νήμα, καρούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουβαρίστρα — η 1. κύλινδρος ξύλινος ή χάρτινος ή πλαστικός γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο νήμα ραψίματος, καρούλι, πηνίο 2. (αλιευτ.) εξάρτημα που προσαρμόζεται στο αλιευτικό καλαμίδι και τό κάνει αποδοτικότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
καρέλλα — η το πηνίο γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα, κουβαρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. carello] … Dictionary of Greek
καρούλι — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό πηνίο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα ή η κλωστή, αλλά και όλη η κουβαρίστρα 2. ο τροχίσκος τής τροχαλίας ή ολόκληρη η συσκευή 3. μικρός τροχός στο άκρο τών ποδιών διαφόρων επίπλων ή συσκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
μακαράς — ο 1. τροχαλία, καρούλι 2. κουβαρίστρα 3. βαρούλκο, βίντσι, γερανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. macara] … Dictionary of Greek
μασούρι — το 1. το κυλινδρικό εξάρτημα τής σαΐτας τού αργαλειού ή τής ραπτομηχανής γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα, αλλ. καρούλι 2. καθετί που έχει το σχήμα ή μοιάζει με αυτό το όργανο («ένα μασούρι κανέλα» 3. πηνίο, κουβαρίστρα 4. στήλη με κέρματα ή… … Dictionary of Greek
πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυτιλήνης — Η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια. Το παλαιότερο (Αργύρη Εφταλιώτη 7 & 8ης Νοεμβρίου) στεγάζει ευρήματα από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ στο νεότερο (8ης Νοεμβρίου) παρουσιάζονται ευρήματα των… … Dictionary of Greek
καρούλι — το (λ. ιταλ.), κουβαρίστρα, ξύλινο ή μετάλλινο πηνίο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)